ὁλοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=ὁλοῦμαι, ὁλοόομαι (Α) όλος<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομ...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλοόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 26 March 2024

Greek Monolingual

ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.