δακτυλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daktyliaios
|Transliteration C=daktyliaios
|Beta Code=daktuliai=os
|Beta Code=daktuliai=os
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of a finger's length]], [[breadth]] or [[thickness]], ῥάβδοι Hp.''Fract.''30; κάραβοι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., [[a digit in extent]], Cleom. 2.3.<br><span class="bld">II</span> [[possessing]] <b class="b3">δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος</b>, i.e. hands and feet, D.S.1.77.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of a finger's length]], [[breadth]] or [[thickness]], ῥάβδοι Hp.''Fract.''30; κάραβοι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., [[a digit in extent]], Cleom. 2.3.<br><span class="bld">II</span> [[possessing]] <b class="b3">δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος</b>, i.e. hands and feet, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.77.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que tiene el tamaño de un dedo]] ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.<i>Fract</i>.30, cf. Thphr.<i>Fr</i>.172.2, D.S.18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.<i>HA</i> 549<sup>b</sup>10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.<i>Aren</i>.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος D.S.1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.<i>Epict</i>.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496).
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que tiene el tamaño de un dedo]] ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.<i>Fract</i>.30, cf. Thphr.<i>Fr</i>.172.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.<i>HA</i> 549<sup>b</sup>10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.<i>Aren</i>.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.<i>Epict</i>.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:15, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλιαῖος Medium diacritics: δακτυλιαῖος Low diacritics: δακτυλιαίος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: daktyliaîos Transliteration B: daktyliaios Transliteration C: daktyliaios Beta Code: daktuliai=os

English (LSJ)

α, ον,
A of a finger's length, breadth or thickness, ῥάβδοι Hp.Fract.30; κάραβοι Arist.HA549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., a digit in extent, Cleom. 2.3.
II possessing δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος, i.e. hands and feet, D.S.1.77.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que tiene el tamaño de un dedo ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.Fract.30, cf. Thphr.Fr.172.2, D.S.18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.HA 549b10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.Aren.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος D.S.1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.Epict.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496).

German (Pape)

[Seite 520] einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλιαῖος -α -ον [δάκτυλος] een vinger lang.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλιαῖος: величиной с палец (κάραβοι Arst.; μέρη τοῦ σώματος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλιαῖος: -α, -ον, ἔχων δακτύλου μῆκος, πλάτοςπάχος, ῥάβδοι Ἱππ. Ἀγμ. 771· κάραβοι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 17, 7.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α δακτυλιαῖος, -α, -ον) δάκτυλος
όποιος έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου
αρχ.
φρ. «δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια.