προσανακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(10)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosanaklino
|Transliteration C=prosanaklino
|Beta Code=prosanakli/nw
|Beta Code=prosanakli/nw
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lean against</b>, <b class="b3">δένδρεσιν ἑαυτούς</b>, of elephants, <span class="bibl">Agatharch.55</span>:—Pass., <b class="b2">lean on</b>, τινι <span class="bibl">D.S.17.41</span>, <span class="bibl">Paus.10.30.6</span>; of a city, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη <span class="bibl">Str.14.1.43</span>.</span>
|Definition=[ῑ], [[lean against]], <b class="b3">δένδρεσιν ἑαυτούς</b>, of elephants, Agatharch.55:—Pass., [[lean on]], τινι [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.41, Paus.10.30.6; of a city, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Str.14.1.43.
}}
{{grml
|mltxt=Α 1. (το ενεργ<br />και το παθ.) ([[κυρίως]] για τους ελέφαντες) [[ακουμπώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> στηρίζομαι, βασίζομαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[προσανακλίνομαι]]<br /><b>μτφ.</b> (για [[πόλη]]) βρίσκομαι πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]] («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακλίνω]], -<i>ομαι</i> «[[ακουμπώ]], στηρίζομαι»].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανακλίνω Medium diacritics: προσανακλίνω Low diacritics: προσανακλίνω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: prosanaklínō Transliteration B: prosanaklinō Transliteration C: prosanaklino Beta Code: prosanakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], lean against, δένδρεσιν ἑαυτούς, of elephants, Agatharch.55:—Pass., lean on, τινι D.S.17.41, Paus.10.30.6; of a city, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Str.14.1.43.

Greek Monolingual

Α 1. (το ενεργ
και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι
2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι
3. παθ. προσανακλίνομαι
μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω, -ομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι»].