ἀσυμβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(b)
 
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unberaten; nicht um Rat fragend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσυμβούλευτος''': -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ [[ἄνευ]] συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que carece de consejo]], [[ἄνθρωπος]] Basil.M.30.289A.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμβούλευτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ασύνετος]], [[απερίσκεπτος]].
}}
}}

Latest revision as of 15:16, 16 April 2024

German (Pape)

[Seite 380] unberaten; nicht um Rat fragend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.

Spanish (DGE)

-ον que carece de consejo, ἄνθρωπος Basil.M.30.289A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμβούλευτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει
2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος.