δοκιμαστός: Difference between revisions
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
(b) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dokimastos | |Transliteration C=dokimastos | ||
|Beta Code=dokimasto/s | |Beta Code=dokimasto/s | ||
|Definition= | |Definition=δοκιμαστή, δοκιμαστόν, [[approved]], Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=δοκιμαστή, δοκιμαστόν<br />[[aprobado]], [[aceptado]] δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.49, πράγματα Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada</i>, <i>SB</i> 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] [[erprobt]], [[bewährt]], D. L. 7, 105 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' [[подвергшийся оценке]] или [[проверке]] (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δοκιμαστός''': δοκιμαστή, δοκιμαστόν, ([[δοκιμάζω]]), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δοκιμαστός]], δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 11 May 2024
English (LSJ)
δοκιμαστή, δοκιμαστόν, approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.
Spanish (DGE)
δοκιμαστή, δοκιμαστόν
aprobado, aceptado δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad IG 22.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.Stoic.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.Stoic.3.49, πράγματα Diog.Bab.Stoic.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada, SB 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
German (Pape)
[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμαστός: подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστός: δοκιμαστή, δοκιμαστόν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
Greek Monolingual
δοκιμαστός, δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) δοκιμάζω
αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα.