ἀμβλυγώνιος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />geom.<br /><b class="num">1</b> [[obtusángulo]] τρίγωνον Euc.1<i>Def</i>.21, Str.2.1.34, Poll.4.161<br /><b class="num">•</b>ἡ ἀμβλυγωνίου κώνου τομά hipérbola</i> Archim.<i>Con.Sph</i>.praef.p.153 <i>passim</i>, Papp.672.23<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀμβλυγώνιον κωνοειδές hiperboloide de revolución</i> Archim.<i>Con.Sph</i>.praef.p.154.<br /><b class="num">2</b> [[obtuso]] [[γωνία]] Hero.<i>Def</i>.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ | |dgtxt=-ον<br />geom.<br /><b class="num">1</b> [[obtusángulo]] τρίγωνον Euc.1<i>Def</i>.21, Str.2.1.34, Poll.4.161<br /><b class="num">•</b>ἡ ἀμβλυγωνίου κώνου τομά hipérbola</i> Archim.<i>Con.Sph</i>.praef.p.153 <i>passim</i>, Papp.672.23<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀμβλυγώνιον κωνοειδές hiperboloide de revolución</i> Archim.<i>Con.Sph</i>.praef.p.154.<br /><b class="num">2</b> [[obtuso]] [[γωνία]] Hero.<i>Def</i>.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ [[ἀμβλυγώνιον]] = [[ángulo obtuso]] Plb.34.6.7, <i>Gloss</i>.4.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:05, 27 May 2024
English (LSJ)
ἀμβλυγώνιον, obtuse-angled, τρίγωνα Euc.1.28, al.; κωνοειδές, κῶνος, Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. ἀμβλυγώνιον, τό, obtuse angle, Plb. 34.6.7.
Spanish (DGE)
-ον
geom.
1 obtusángulo τρίγωνον Euc.1Def.21, Str.2.1.34, Poll.4.161
•ἡ ἀμβλυγωνίου κώνου τομά hipérbola Archim.Con.Sph.praef.p.153 passim, Papp.672.23
•τὸ ἀμβλυγώνιον κωνοειδές hiperboloide de revolución Archim.Con.Sph.praef.p.154.
2 obtuso γωνία Hero.Def.41
•subst. τὸ ἀμβλυγώνιον = ángulo obtuso Plb.34.6.7, Gloss.4.16.
German (Pape)
[Seite 118] stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ἀμβλείας γωνίας, Πολύβ. 34. 6, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμβλυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει αμβλεία γωνία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀμβλυγώνιον
αμβλεία γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -γώνιος < γωνία.