осматривать: Difference between revisions
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[θεάομαι]], [[κατασκοπέω]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[περιθεωρέω]], [[καταμανθάνω]], [[περιοδεύω]], [[ἐπιπωλέομαι]], [[ἁφάω]], [[ὀπιπτεύω]], [[ἐξετάζω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[ἱστορέω]], [[ἐφοράω]], [[ἔπειμι]] | |rueltext=[[ἐπισκοπέω]], [[θεάομαι]], [[κατασκοπέω]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[περιθεωρέω]], [[καταμανθάνω]], [[περιοδεύω]], [[ἐπιπωλέομαι]], [[ἁφάω]], [[ὀπιπτεύω]], [[ἐξετάζω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[ἱστορέω]], [[ἐφοράω]], [[ἔπειμι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 06:09, 29 May 2024
Russian > Greek
ἐπισκοπέω, θεάομαι, κατασκοπέω, καθοράω, κατοράω, ἐπιπορεύομαι, περιθεωρέω, καταμανθάνω, περιοδεύω, ἐπιπωλέομαι, ἁφάω, ὀπιπτεύω, ἐξετάζω, καταθεάομαι, θεωρέω, περιβλέπω, ἱστορέω, ἐφοράω, ἔπειμι