ὀπιπτεύω

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Middle Liddell

ὀπιπτεύω, fut. -σω [redupl. from !op, Root of ὄπωπα
I. to look around after, gaze curiously or anxiously at, c. acc., Hom.
II. to lie in wait for, watch, οὐ λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν Il.

German (Pape)

[Seite 357] (οπ), sich wonach umschauen, umherblicken wonach, mit dem tadelnden Nebenbegriffe des müssigen, neugierigen Umhergaffens, γυναῖκας, Od. 10, 67, oder der Furcht, τί δ' ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας, Il. 4, 371; vgl. Hes. O. 29; auch = auflauern, οὐ γάρ σ' ἐθέλω βαλέειν – λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, Il. 7, 243; Hes. O. 808; einzeln bei sp. D., wie Mus. 101, die auch ὀπιπεύω sagen, δολεροῖσιν όπιπευθεῖσαι ἔπεσσι, Man. 5, 182.

French (Bailly abrégé)

c. ὀπιπεύω.
Étymologie: La graphie ὀπιπτεύω donnée par Bailly est considérée comme sans autorité par Chantraine.

Russian (Dvoretsky)

ὀπιπτεύω:
1 подсматривать, разглядывать (τινά Hom.);
2 (со страхом), осматривать (πολέμοιο γεφύρας Hom.);
3 высматривать, подстерегать (λάθρῃ τινά Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπιπτεύω: περιβλέπω, περισκοπῶ, μετὰ περιεργίας, βλέπω ἀτενῶς, ὀπιπτεύσας δὲ γυναῖκας Ὀδ. Τ. 67· ἢ φόβου, τί δ’ ὀπιπτεύεις πολέμοιο γεφύρας; Ἰλ. Δ. 371, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29. ΙΙ ἐνεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάττω, οὐ γάρ σ’ ἐθέλω βαλέειν ..., λάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ’ ἀμφαδὸν Ἰλ. Η. 243· εὖ μάλ’ ὀπιπτεύσας ... βάλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 804. Ὑπάρχει καὶ μεταγεν. τύπος ὀπῑπεύω, Μουσαῖ. 101. - (Κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΟΠ, πρβλ. ὄπωπα.)

English (Autenrieth)

and ὀπιπεύω (root ὀπ), aor. part. -εύσᾶς: peer after, watch (timorously, or in lurking for one), Il. 4.371, Il. 7.243 ; γυναῖκας, ogle, Od. 19.67 (cf. παρθενοπίπης).

Greek Monolingual

ὀπιπτεύω (Α)
(δ. γρφ.) οπιπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. ὀπιπτεύω (αντί ὀπιπεύω) κατά το όπτεύω πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη].

Greek Monotonic

ὀπιπτεύω: μέλ. -σω (αναδιπλ. √ΟΠ του ὄπ-ωπα),
I. κοιτάζω ολόγυρα, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία προς, με αιτ., σε Όμηρ.
II. στήνω ενέδρα, παραμονεύω, παραφυλάω, οὐλάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Ιλ.