ἀποκρυσταλλόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apokrystalloomai
|Transliteration C=apokrystalloomai
|Beta Code=a)pokrustallo/omai
|Beta Code=a)pokrustallo/omai
|Definition=Pass., [[become all ice]], Sch.<span class="bibl">Il.23.281</span>.
|Definition=Pass., [[become all ice]], Sch.Il.23.281.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρυσταλλόομαι''': παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
|lstext='''ἀποκρυσταλλόομαι''': παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀποκρυσταλλοῦμαι]], [[ἀποκρυσταλλόομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[κρύσταλλο]], του [[δίνω]] κρυσταλλική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[μορφώνω]] σαφή και οριστική [[γνώμη]] για [[κάτι]]<br />(αρχ., -ούμαι)<br />κρυσταλλιάζω, [[παγώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:01, 23 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρυσταλλόομαι Medium diacritics: ἀποκρυσταλλόομαι Low diacritics: αποκρυσταλλόομαι Capitals: ΑΠΟΚΡΥΣΤΑΛΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apokrystallóomai Transliteration B: apokrystalloomai Transliteration C: apokrystalloomai Beta Code: a)pokrustallo/omai

English (LSJ)

Pass., become all ice, Sch.Il.23.281.

Spanish (DGE)

helarse Sch.Il.23.281.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρυσταλλόομαι: παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.

Greek Monolingual

ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)
νεοελλ.
1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή
2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι
(αρχ., -ούμαι)
κρυσταλλιάζω, παγώνω.