φρύνος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (1 revision imported) |
||
(One intermediate revision by one other user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / | |mltxt=ο / [[φρῦνος]], ΝΜΑ, και [[φροῦνος]] Μ, και [[φρῦνος]], ἡ, Α<br />[[βάτραχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] [[συνήθως]] μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό [[δέρμα]], καλυμμένο [[συχνά]] από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φρύνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:29, 6 October 2024
Greek Monolingual
ο / φρῦνος, ΝΜΑ, και φροῦνος Μ, και φρῦνος, ἡ, Α
βάτραχος
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα, καλυμμένο συχνά από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη.