καθρεφτίζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(18) |
m (1 revision imported) |
||
(One intermediate revision by one other user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καθρεπτίζω]] [[καθρέφτης]]<br /><b>1.</b> (για λείες επιφάνειες) [[ανακλώ]] [[εικόνα]], [[κατοπτρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] τόσο πιστά, ώστε [[κατά]] κάποιο τρόπο να το [[απεικονίζω]] σαν σε καθρέφτη, [[περιγράφω]] παραστατικά<br /><b>3.</b> [[απεικονίζω]] [[κατάσταση]] ή [[ενέργεια]] («η [[μορφή]] καθρεφτίζει την [[ψυχή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθρεφτίζομαι</i><br />α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, [[βλέπω]] τον εαυτό μου σε καθρέφτη<br />β) απεικονίζομαι. | |mltxt=[[καθρεφτίζω]] και [[καθρεπτίζω]] [[καθρέφτης]]<br /><b>1.</b> (για λείες επιφάνειες) [[ανακλώ]] [[εικόνα]], [[κατοπτρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] τόσο πιστά, ώστε [[κατά]] κάποιο τρόπο να το [[απεικονίζω]] σαν σε καθρέφτη, [[περιγράφω]] παραστατικά<br /><b>3.</b> [[απεικονίζω]] [[κατάσταση]] ή [[ενέργεια]] («η [[μορφή]] καθρεφτίζει την [[ψυχή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθρεφτίζομαι</i><br />α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, [[βλέπω]] τον εαυτό μου σε καθρέφτη<br />β) απεικονίζομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 9 October 2024
Greek Monolingual
καθρεφτίζω και καθρεπτίζω καθρέφτης
1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω
2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να το απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά
3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει την ψυχή»)
4. μέσ. καθρεφτίζομαι
α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω τον εαυτό μου σε καθρέφτη
β) απεικονίζομαι.