обозревать: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(DvTab) |
m (1 revision imported) |
||
(One intermediate revision by one other user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[θεάομαι]], [[ὀπτεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[περιθεωρέω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[περιοδεύω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[περισκοπέω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐπέξειμι]], [[ἔπειμι]], [[ὁράω]] | |rueltext=[[ἐφοδεύω]], [[θεάομαι]], [[ὀπτεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[περιθεωρέω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[περιοδεύω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[περισκοπέω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐπέξειμι]], [[ἔπειμι]], [[ὁράω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 10 October 2024
Russian > Greek
ἐφοδεύω, θεάομαι, ὀπτεύω, διασκοπιάομαι, ἐπισκέπτομαι, καθοράω, κατοράω, ἐπιπορεύομαι, ἐφοράω, ἐποράω, περιθεωρέω, ἀνηγέομαι, ἀναγέομαι, περιοδεύω, καταθεάομαι, θεωρέω, περιβλέπω, περισκοπέω, ἐξετάζω, ἐπέξειμι, ἔπειμι, ὁράω