ἐμφιλόνεικος: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(11) |
mNo edit summary |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emfiloneikos | |Transliteration C=emfiloneikos | ||
|Beta Code=e)mfilo/neikos | |Beta Code=e)mfilo/neikos | ||
|Definition= | |Definition=ἐμφιλόνεικον, = [[φιλόνεικος]], [[λόγοι]] Sch. E.''Med.''637. Adv. [[ἐμφιλονείκως]] Sch.[[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''289. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[pendenciero]], [[contencioso]] οὐ [[δεῖ]] ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.<i>Ep.Can</i>.209.2, κρίσις Euther.<i>Confut</i>.14.30, λόγοι Sch.E.<i>Med</i>.637.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐμφιλονείκως]] = [[con ánimo de disputa]] ἐμφιλονείκως διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐμφιλονείκως ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφῐλόνεικος''': -ον, = [[φιλόνεικος]]· ἐπίρρ. | |lstext='''ἐμφῐλόνεικος''': -ον, = [[φιλόνεικος]]· ἐπίρρ. ἐμφιλονείκως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμφιλόνεικος]], -ον (AM)<br />αυτός που περιέχει [[φιλονεικία]], που διεξάγεται με [[φιλονεικία]], ο [[εριστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐμφιλονείκως]]<br />με [[φιλονεικία]], με εριστική [[διάθεση]], εριστικά. | |mltxt=[[ἐμφιλόνεικος]], -ον (AM)<br />αυτός που περιέχει [[φιλονεικία]], που διεξάγεται με [[φιλονεικία]], ο [[εριστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐμφιλονείκως]]<br />με [[φιλονεικία]], με εριστική [[διάθεση]], εριστικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:21, 20 October 2024
English (LSJ)
ἐμφιλόνεικον, = φιλόνεικος, λόγοι Sch. E.Med.637. Adv. ἐμφιλονείκως Sch.E.Andr.289.
Spanish (DGE)
-ον
1 pendenciero, contencioso οὐ δεῖ ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.Ep.Can.209.2, κρίσις Euther.Confut.14.30, λόγοι Sch.E.Med.637.
2 adv. ἐμφιλονείκως = con ánimo de disputa ἐμφιλονείκως διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐμφιλονείκως ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῐλόνεικος: -ον, = φιλόνεικος· ἐπίρρ. ἐμφιλονείκως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἐμφιλόνεικος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός.
επίρρ...
ἐμφιλονείκως
με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά.