φιλονεικία
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (Thayer)
φιλονεικίας, ἡ (φιλόνεικος, which see), love of strife, eagerness to contend (Plato, Plutarch, Lucian, others; contention: Thucydides 8,76; Josephus, Antiquities 7,8, 4; Antoninus 3,4; in a good sense, emulation, Xenophon, Plato, Demosthenes, Plutarch, others.)
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, Streitsucht, Zanksucht, Wetteifer; πρός τι, in Etwas, Thuc. 1, 41; καὶ ἅμιλλα Plat. Legg. VIII, 834 c; neben φιλοτιμία IX, 860 d; τὸ εἰς τοσοῦτον φιλονεικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν τοὺς ἄλλους Ἕλληνας Menex. 243 d; aber auch φθόνο υ τε καὶ φιλονεικίας καὶ ἔχθρας ἐμπίπλασθαι Lys. 215 d, u. öfter; διὰ φιλονεικίαν ἀγῶνα προελέσθαι Lycurg. 5; φιλονεικίαν ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν τινι, Wetteifer, Ehrgeiz bei Einem erregen, Xen. Cyr. 7, 1,18. 8, 2,26; Sp., wie Pol. u. A.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 goût pour les querelles, amour des disputes, jalousie;
2 en gén. rivalité, émulation : φιλονεικίαν ἐμβάλλειν τινί XÉN faire naître chez qqn un désir de rivaliser avec d'autres (pour se montrer aussi brave que possible à l'égard de qqn).
Étymologie: φιλόνεικος.
Russian (Dvoretsky)
φιλονεικία: ἡ
1 страсть к спору, упорство, придирчивость: φιλονεικίᾳ или φιλονεικίας ἕνεκα Plat. из духа противоречия, по придирчивости; φ. τις εἴληφέ με πρὸς τὰ εἰρημένα Plat. эти слова задели меня немного за живое;
2 спор, ссора (ἔρις καὶ φ. Dem.): ἐκ μέθης καὶ φιλονεικίας Lys. в пьяной ссоре;
3 соперничество, соревнование: φιλοπονία καὶ φ. Plat. трудолюбие и дух соревнования; διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φιλονεικίαν Lys. вследствие раздоров и взаимного соперничества; φιλονεικίαν ἐμβάλλειν τινί Xen. возбуждать в ком-л. дух соревнования.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλονεικία: (τὸ ὀρθόν, φιλονικία, ἴδε φιλόνεικος ἐν τέλει), ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰς ἔριδας, τάσις καὶ ἐπιμονὴ πρὸς ἔριδας, ἀντίπραξις ἅμιλλα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Θουκ. 1. 41, πρβλ. 3. 82· φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Πλάτ. Νόμ. 860D, πρβλ. Ἀλκιβ. 1. 122C· ἐκ μέθης καὶ φιλονεικίας Λυσί. 100. 12· διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. ὁ αὐτ. 913 Reisk.· εἰς πόλεμον… πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Ἰσοκρ. 266Α· ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. Δημ. 114. 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 88Α, 90Β· ἀλλά τίς με εἴληφε φ. πρὸς τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Α· ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12· οὐ φιλονεικίᾳ γε ἐρωτῶ Πλάτ. Γοργ. 515Β· ἐάν τις φιλονεικίᾳ κριθῇ… δρᾶν, τεθνάτω ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 938C· εἰς τοσοῦτον φιλονεικίας ἐλθεῖν πρός τινα, ὥστε… ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 243Β· φ. τινὶ ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν Ξεν. Κύρ. 7. 1, 18., 8. 2, 26· φ. τισὶ ἐμβ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2, 8· ― πληθ., φ. καὶ φιλοτιμίαι Πλάτ. Πολ. 548C· φ. γίγνονται ἀνθρώποις περί τινος Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22· αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Ἰσοκρ. 150C· φιλ. καὶ στάσεις Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 9. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἔστω τούτων… κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 834C· μάλιστα ἐν τοῖς ἀγῶσι, πολλὴ φ. ἐγίγνετο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27, πρβλ. Λακ. 4, 2· διὰ φιλονεικίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 9, 6· ἐμπίπτει φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. κρατίστη οὖσα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21, 10. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γϳ, σ. 314, ἴδε καὶ Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. 1, σ. 274.
English (Strong)
from φιλόνεικος; quarrelsomeness, i.e. a dispute: strife.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) βλ. φιλονικία.
Greek Monotonic
φῐλονεικία: ἡ,
1. αγάπη για έριδες, πρόθυμος ανταγωνισμός, εριστικότητα, ομαδικό πνεύμα, σε Θουκ. κ.λπ.
2. με καλή έννοια, άμιλλα, σε Ξεν.· διὰφιλονεικίαν, με προθυμία, στον ίδ.
Middle Liddell
φῐλονεικία, ἡ,
1. love of strife, eager rivalry, contentiousness, party-spirit, Thuc., etc.
2. in good sense, emulation, Xen.; διὰ φιλονεικίαν eagerly, Xen.
Chinese
原文音譯:filoneik⋯a 非羅-尼企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喜愛-征服
字義溯源:好爭論,爭論,爭吵,辯論;源自(φιλόνεικος)=好爭吵的),由(φίλος)*=親愛)與(Ναιμάν / Νεεμάν)X*=爭論)組成。參讀 (ἀντιλογία)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 爭論(1) 路22:24
English (Woodhouse)
competition, contentiousness, rivalry, pugnacity
Lexicon Thucydideum
aemulatio, rivalry, emulation, 1.41.3, 3.82.8, 5.32.4, 7.28.3, 7.70.7. 8.76.1.