ἐμφιλόνεικος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_16)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emfiloneikos
|Transliteration C=emfiloneikos
|Beta Code=e)mfilo/neikos
|Beta Code=e)mfilo/neikos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φιλόνεικος]], [[λόγοι]] Sch. <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>637</span>. Adv. <b class="b3">-κως</b> Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>289</span>.</span>
|Definition=ἐμφιλόνεικον, = [[φιλόνεικος]], [[λόγοι]] Sch. E.''Med.''637. Adv. [[ἐμφιλονείκως]] Sch.[[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''289.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[pendenciero]], [[contencioso]] οὐ [[δεῖ]] ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.<i>Ep.Can</i>.209.2, κρίσις Euther.<i>Confut</i>.14.30, λόγοι Sch.E.<i>Med</i>.637.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐμφιλονείκως]] = [[con ánimo de disputa]] ἐμφιλονείκως διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐμφιλονείκως ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφῐλόνεικος''': -ον, = [[φιλόνεικος]]· ἐπίρρ. -κως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ.
|lstext='''ἐμφῐλόνεικος''': -ον, = [[φιλόνεικος]]· ἐπίρρ. ἐμφιλονείκως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμφιλόνεικος]], -ον (AM)<br />αυτός που περιέχει [[φιλονεικία]], που διεξάγεται με [[φιλονεικία]], ο [[εριστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐμφιλονείκως]]<br />με [[φιλονεικία]], με εριστική [[διάθεση]], εριστικά.
}}
}}

Latest revision as of 20:21, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῐλόνεικος Medium diacritics: ἐμφιλόνεικος Low diacritics: εμφιλόνεικος Capitals: ΕΜΦΙΛΟΝΕΙΚΟΣ
Transliteration A: emphilóneikos Transliteration B: emphiloneikos Transliteration C: emfiloneikos Beta Code: e)mfilo/neikos

English (LSJ)

ἐμφιλόνεικον, = φιλόνεικος, λόγοι Sch. E.Med.637. Adv. ἐμφιλονείκως Sch.E.Andr.289.

Spanish (DGE)

-ον
1 pendenciero, contencioso οὐ δεῖ ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.Ep.Can.209.2, κρίσις Euther.Confut.14.30, λόγοι Sch.E.Med.637.
2 adv. ἐμφιλονείκως = con ánimo de disputa ἐμφιλονείκως διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐμφιλονείκως ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφῐλόνεικος: -ον, = φιλόνεικος· ἐπίρρ. ἐμφιλονείκως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἐμφιλόνεικος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός.
επίρρ...
ἐμφιλονείκως
με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά.