μετασπώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(25)
 
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μετασπῶ, -άω (Α)<br />[[σύρω]] κάποιον από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («πειρᾷ μετασπᾱν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>σπῶ</i> «[[τραβώ]], [[σύρω]]»].
|mltxt=μετασπῶ, -άω (Α)<br />[[σύρω]] κάποιον από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>σπῶ</i> «[[τραβώ]], [[σύρω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 21:07, 23 October 2024

Greek Monolingual

μετασπῶ, -άω (Α)
σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σπῶ «τραβώ, σύρω»].