κυκνοκάνθαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(7)
 
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyknokantharos
|Transliteration C=kyknokantharos
|Beta Code=kuknoka/nqaros
|Beta Code=kuknoka/nqaros
|Definition=ὁ, a kind of ship <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between</b> κύκνος 11 <b class="b2">and</b> κάνθαρος 111, <span class="bibl">Nicostr.Com.10</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[kyknokantharos]], [[swan-beetle]], a kind of ship [[between]] [[κύκνος]] II [[and]] [[κάνθαρος]] III, Nicostr.Com.10.
}}
{{ls
|lstext='''κυκνοκάνθᾰρος''': ὁ, [[εἶδος]] πλοίου μετέχοντος τοῦ κύκνου (ΙΙ) καὶ τοῦ κανθάρου (ΙΙΙ), ἡ [[ναῦς]] δὲ πότερ’ εἰκόσορός ἐστιν ἢ [[κύκνος]] ἢ [[κάνθαρος]]; ― [[ἀμέλει]] [[κυκνοκάνθαρος]]· ἐξ ἀμφοτέρων τούτων κεκεραμευμένος Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυκνοκάνθαρος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πλοίου του οποίου το [[σχήμα]] εμφανίζει κοινά στοιχεία με δύο άλλα είδη πλοίων, τον κύκνο και τον κάνθαρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάνθαρος]], [[είδος]] αρχ. πλοίων].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, Nicostrat. bei Ath. XI.474a, <i>ein [[Schiff]], welcheseinen [[Schwan]] und einen [[Käfer]] als [[Abzeichen]] hat</i>. S. [[κύκνος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 24 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνοκάνθᾰρος Medium diacritics: κυκνοκάνθαρος Low diacritics: κυκνοκάνθαρος Capitals: ΚΥΚΝΟΚΑΝΘΑΡΟΣ
Transliteration A: kyknokántharos Transliteration B: kyknokantharos Transliteration C: kyknokantharos Beta Code: kuknoka/nqaros

English (LSJ)

ὁ, kyknokantharos, swan-beetle, a kind of ship between κύκνος II and κάνθαρος III, Nicostr.Com.10.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνοκάνθᾰρος: ὁ, εἶδος πλοίου μετέχοντος τοῦ κύκνου (ΙΙ) καὶ τοῦ κανθάρου (ΙΙΙ), ἡ ναῦς δὲ πότερ’ εἰκόσορός ἐστιν ἢ κύκνοςκάνθαρος; ― ἀμέλει κυκνοκάνθαρος· ἐξ ἀμφοτέρων τούτων κεκεραμευμένος Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1.

Greek Monolingual

κυκνοκάνθαρος, ὁ (Α)
είδος πλοίου του οποίου το σχήμα εμφανίζει κοινά στοιχεία με δύο άλλα είδη πλοίων, τον κύκνο και τον κάνθαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + κάνθαρος, είδος αρχ. πλοίων].

German (Pape)

ὁ, Nicostrat. bei Ath. XI.474a, ein Schiff, welcheseinen Schwan und einen Käfer als Abzeichen hat. S. κύκνος.