πελεκητός: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
(6_11)
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pelekitos
|Transliteration C=pelekitos
|Beta Code=pelekhto/s
|Beta Code=pelekhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hewn</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>5.5.6</span>.</span>
|Definition=πελεκητή, πελεκητόν, [[hewn]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''5.5.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελεκητός''': -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6.
|lstext='''πελεκητός''': -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πελεκητός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πελεκώ]]<br />αυτός που [[είναι]] επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για λίθους και μάρμαρα) [[λαξευτός]].
}}
}}

Latest revision as of 21:24, 1 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκητός Medium diacritics: πελεκητός Low diacritics: πελεκητός Capitals: ΠΕΛΕΚΗΤΟΣ
Transliteration A: pelekētós Transliteration B: pelekētos Transliteration C: pelekitos Beta Code: pelekhto/s

English (LSJ)

πελεκητή, πελεκητόν, hewn, Thphr. HP5.5.6.

German (Pape)

[Seite 550] behauen, zugehauen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκητός: -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πελεκητός, -ή, -όν, ΝΑ πελεκώ
αυτός που είναι επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος
νεοελλ.
(για λίθους και μάρμαρα) λαξευτός.