υμνολογώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(43)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑμνολογῶ, -έω, ΝΜΑ [[ὑμνολόγος]]<br />[[λέγω]] ή [[ψάλλω]] εκκλησιαστικούς [[ιδίως]] ύμνους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]].
|mltxt=ὑμνολογῶ, [[ὑμνολογέω]], ΝΜΑ [[ὑμνολόγος]]<br />[[λέγω]] ή [[ψάλλω]] εκκλησιαστικούς [[ιδίως]] ύμνους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]].
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 4 November 2024

Greek Monolingual

ὑμνολογῶ, ὑμνολογέω, ΝΜΑ ὑμνολόγος
λέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνους
νεοελλ.
εγκωμιάζω, εξυμνώ.