υμνολογώ

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

ὑμνολογῶ, ὑμνολογέω, ΝΜΑ ὑμνολόγος
λέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνους
νεοελλ.
εγκωμιάζω, εξυμνώ.