Θρᾴκιος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "*" to "*")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(13 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=THrakios
|Transliteration C=THrakios
|Beta Code=*qra/|kios
|Beta Code=*qra/|kios
|Definition=α, ον, <span class="title">Thracian</span>, <span class="bibl">Th.5.10</span>, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, <span class="bibl">Il.10.559</span>, <span class="bibl">Hdt.1.168</span> codd.:—contr. Θρῄκιος, α<b class="b3">, ον</b> (<b class="b3">-ος, ον</b> <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>369.4</span> (lyr.)), <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>654</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>36</span>:—<b class="b3">Σάμος Θρηϊκίη</b>,= <b class="b3">Σαμοθράκη</b>, <span class="bibl">Il.13.13</span>. [<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος <span class="bibl">Phanocl.1.1</span>, <span class="bibl">A.R.4.905</span>.]</span>
|Definition=α, ον, [[Thracian]], Th.5.10, etc.: Ion. [[Θρηΐκιος]], η, ον, Il.10.559, [[Herodotus|Hdt.]]1.168 codd.:—contr. [[Θρῄκιος]], -α, -ον (-ος, -ον E.''Fr.''369.4 (lyr.)), [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''654, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''36:—[[Σάμος Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθράκη]], Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Θρᾳκικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''Θρᾴκιος:''' эп.-ион. [[Θρηΐκιος]], поэт. тж. [[Θρῄκιος]] 3 фракийский Thuc., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Θρᾴκιος''': -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· [[Σάμος]] Θρῃϊκίη = [[Σαμοθρᾴκη]], Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.
|lstext='''Θρᾴκιος''': -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· [[Σάμος]] Θρῃϊκίη = [[Σαμοθρᾴκη]], Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Θρᾳκικός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ.
|lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θρᾴκιος:''' эп.-ион. [[Θρηΐκιος]], поэт. тж. [[Θρῄκιος]] 3 фракийский Thuc., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θρᾴκιος Medium diacritics: Θρᾴκιος Low diacritics: Θράκιος Capitals: ΘΡΑΚΙΟΣ
Transliteration A: Thrā́ikios Transliteration B: Thrakios Transliteration C: THrakios Beta Code: *qra/|kios

English (LSJ)

α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, -α, -ον (-ος, -ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθράκη, Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Θρᾳκικός.

Russian (Dvoretsky)

Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.

Greek Monotonic

Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], , -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, , -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.