Θρᾴκιος: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=THrakios | |Transliteration C=THrakios | ||
|Beta Code=*qra/|kios | |Beta Code=*qra/|kios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[Thracian]], Th.5.10, etc.: Ion. [[Θρηΐκιος]], η, ον, Il.10.559, [[Herodotus|Hdt.]]1.168 codd.:—contr. [[Θρῄκιος]], -α, -ον (-ος, -ον E.''Fr.''369.4 (lyr.)), [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''654, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''36:—[[Σάμος Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθράκη]], Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ. | |lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:47, 15 November 2024
English (LSJ)
α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, -α, -ον (-ος, -ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθράκη, Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. Θρᾳκικός.
Russian (Dvoretsky)
Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.
Greek Monotonic
Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, -α, -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.