ἀποσκίδναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(Bailly1_1)
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. inf.</i> ἀποσκίδνασθαι <i>et part.</i> ἀποσκιδνάμενος;<br />se disperser, s’éloigner de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σκίδναμαι]].
|btext=<i>seul. prés. inf.</i> ἀποσκίδνασθαι <i>et part.</i> ἀποσκιδνάμενος;<br />se disperser, s'éloigner de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σκίδναμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποσκίδναμαι]] κ. -[[κίδναμαι]] (Α) [[σκίδνημι]]<br />διασκορπίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκίδνᾰμαι:''' Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, [[ἀποσκίδναμαι]] ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκίδνᾰμαι:''' (только inf. ἀποσκίδνασθαι и part. ἀποσκιδνάμενος) рассеиваться, расходиться врозь Hom., Her., Thuc., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to be [[dispersed]], Il.; of soldiers, ἀπ. ἔς τι to [[disperse]] for a [[purpose]], Hdt.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[dispergi]]'', to [[scatter]], [[disperse]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.98.3/ 6.98.3], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> μακρότερον].
}}
}}

Latest revision as of 13:29, 16 November 2024

German (Pape)

[Seite 325] poet. = ἀποσκεδάννυμαι, sich zerstreuen, Il. 23, 4; Thuc. 6, 98; Dion. Hal. 5, 76.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf. ἀποσκίδνασθαι et part. ἀποσκιδνάμενος;
se disperser, s'éloigner de, gén..
Étymologie: σκίδναμαι.

Greek Monolingual

ἀποσκίδναμαι κ. -κίδναμαι (Α) σκίδνημι
διασκορπίζομαι.

Greek Monotonic

ἀποσκίδνᾰμαι: Παθ., είμαι διασκορπισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, ἀποσκίδναμαι ἔς τι, διασκορπίζομαι για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκίδνᾰμαι: (только inf. ἀποσκίδνασθαι и part. ἀποσκιδνάμενος) рассеиваться, расходиться врозь Hom., Her., Thuc., Plut.

Middle Liddell

to be dispersed, Il.; of soldiers, ἀπ. ἔς τι to disperse for a purpose, Hdt.

Lexicon Thucydideum

dispergi, to scatter, disperse, 6.98.3, [vulgo commonly μακρότερον].