ἰτέον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[εἶμι]] ([[ibo]]), αυτό που πρέπει να φύγει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[εἶμι]] ([[ibo]]), αυτό που πρέπει να φύγει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[cundum]]'', [[favorably]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.2.1/ 8.2.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:37, 16 November 2024
English (LSJ)
[ῐ], (εἶμι ibo) one must go, Hp.Acut.38, Pl.R. 394d, Lg.803e, etc.
Russian (Dvoretsky)
ἰτέον: (ῐ) adj. verb. к εἶμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ εἶμι, δεῖ ἰέναι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ.390, Πλάτ. Πολ. 394D, Νόμ. 803 Ε.
Greek Monotonic
ἰτέον: ρημ. επίθ. του εἶμι (ibo), αυτό που πρέπει να φύγει, σε Πλάτ.