σμηγματώδης: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smigmatodis | |Transliteration C=smigmatodis | ||
|Beta Code=smhgmatw/dhs | |Beta Code=smhgmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σμηγματῶδες, like a [[σμῆγμα]], [[soapy]], [[oily]], [[fatty]], Hp.''Acut.''53; τροφή Aret.''CA''1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.''CD''1.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 16 November 2024
English (LSJ)
σμηγματῶδες, like a σμῆγμα, soapy, oily, fatty, Hp.Acut.53; τροφή Aret.CA1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.CD1.13.
German (Pape)
[Seite 910] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σμηγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς σάπων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σμῆγμα, -ατος]
αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως σαπούνι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep).