Νειλῷος: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Neiloos
|Transliteration C=Neiloos
|Beta Code=*neilw=|os
|Beta Code=*neilw=|os
|Definition=α, ον, = [[Νειλαῖος]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>15</span>, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>2 ii 21</span> (vi A.D.); τὰ Νειλῷα [[festival on the inundation of the Nile]], <span class="bibl">Hld.9.9</span>.
|Definition=α, ον, = [[Νειλαῖος]], Luc.''Nav.''15, ''PMasp.''2 ii 21 (vi A.D.); τὰ Νειλῷα [[festival on the inundation of the Nile]], Hld.9.9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />du Nil.<br />'''Étymologie:''' [[Νεῖλος]].
|btext=η, ον :<br />[[du Nil]].<br />'''Étymologie:''' [[Νεῖλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Νειλῷος:''' нильский, т. е. египетский (ταρίχη Luc.).
|elrutext='''Νειλῷος:''' [[нильский]], т. е. [[египетский]] (ταρίχη Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Νειλῷος:''' -α, -ον, = [[Νειλαῖος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''Νειλῷος:''' -α, -ον, = [[Νειλαῖος]], σε Λουκ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νειλῷος]], νειλῴα, νειλῷον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. [[νειλωΐς]], -ΐδος) [[Νείλος]]<br />αυτός που προέρχεται από τον Νείλο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Νειλῷα</i><br />[[εορτή]] τών Αιγυπτίων [[κατά]] την [[πλημμύρα]] του Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα [[τότε]], τὴν μεγίστην παρ' Αἰγυπτίοις ἑορτήν», Ηλιόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:01, 19 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νειλῷος Medium diacritics: Νειλῷος Low diacritics: Νειλώος Capitals: ΝΕΙΛΩΟΣ
Transliteration A: Neilō̂ios Transliteration B: Neilōos Transliteration C: Neiloos Beta Code: *neilw=|os

English (LSJ)

α, ον, = Νειλαῖος, Luc.Nav.15, PMasp.2 ii 21 (vi A.D.); τὰ Νειλῷα festival on the inundation of the Nile, Hld.9.9.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

Νειλῷος: нильский, т. е. египетский (ταρίχη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15 τὰ Νειλῷα, ἑορτὴ κατὰ τὴν πλήμμυραν τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Διόδ. 1. 36.

Greek Monotonic

Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, σε Λουκ.

Greek Monolingual

νειλῷος, νειλῴα, νειλῷον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. νειλωΐς, -ΐδος) Νείλος
αυτός που προέρχεται από τον Νείλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλῷα
εορτή τών Αιγυπτίων κατά την πλημμύρα του Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα τότε, τὴν μεγίστην παρ' Αἰγυπτίοις ἑορτήν», Ηλιόδ.).