παστώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(31)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[παστός]] (ΙΙ]<br />[[τοποθετώ]] και [[διατηρώ]] σε [[αλάτι]] ή στην [[άλμη]], [[κάνω]] [[κάτι]] παστό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παστώνω]] στο [[ξύλο]]» — [[δέρνω]] ανηλεώς.
|mltxt=<b>1.</b> [[παστός]] (ΙΙ)<br />[[τοποθετώ]] και [[διατηρώ]] σε [[αλάτι]] ή στην [[άλμη]], [[κάνω]] [[κάτι]] παστό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παστώνω]] στο [[ξύλο]]» — [[δέρνω]] ανηλεώς.
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 22 November 2024

Greek Monolingual

1. παστός (ΙΙ)
τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό
2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» — δέρνω ανηλεώς.