ποταμήρυτος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (pape replacement) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | |||
|ptext=([[ἀρύτω]]), <i>[[aus dem Strome geschöpft]]</i>, Paul.Sil. <i>ecphr</i>. 596, [[ὄλβος]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτᾰμήρῠτος''': -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, [[ὄλβος]] Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596. | |lstext='''ποτᾰμήρῠτος''': -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, [[ὄλβος]] Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596. | ||
Line 4: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που αντλείται από το [[ποτάμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ρυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)]. | |mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που αντλείται από το [[ποτάμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ρυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 29 November 2024
German (Pape)
(ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul.Sil. ecphr. 596, ὄλβος.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμήρῠτος: -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που αντλείται από το ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρυτός (< ῥέω)].