τολμητέον: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(12) |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tolmiteon | |Transliteration C=tolmiteon | ||
|Beta Code=tolmhte/on | |Beta Code=tolmhte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must venture]], etc., τάδ' [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1051, ''Ion''1387, cf. ''Com.Adesp.'' 18.16D.: c. inf., E.''IT''111: abs., ib.121, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''888a. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τολμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[τολμάω]], δεῖ τολμᾶν, [[τολμητέον]] τάδε Εὐρ. Μήδ. 1051, Ἴων 1387· μετ’ ἀπαρεμφ., [[τολμητέον]] τοι ξεστὸν ἐν ναοῦ λαβεῖν [[ἄγαλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 111· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 121, Πλάτ. Νόμ. 888A. ΙΙ. τολμητέος, α, ον, ὃν δεῖ τολμᾶν, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 4, σ. 113D. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τολμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να τολμήσει, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 20 December 2024
English (LSJ)
one must venture, etc., τάδ' E.Med. 1051, Ion1387, cf. Com.Adesp. 18.16D.: c. inf., E.IT111: abs., ib.121, Pl.Lg.888a.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, δεῖ τολμᾶν, τολμητέον τάδε Εὐρ. Μήδ. 1051, Ἴων 1387· μετ’ ἀπαρεμφ., τολμητέον τοι ξεστὸν ἐν ναοῦ λαβεῖν ἄγαλμα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 111· ἀπολ., αὐτόθι 121, Πλάτ. Νόμ. 888A. ΙΙ. τολμητέος, α, ον, ὃν δεῖ τολμᾶν, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 4, σ. 113D.
Greek Monotonic
τολμητέον: ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτό που κάποιος πρέπει να τολμήσει, σε Ευρ.