ἀνακίρναμαι: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(13_5)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0192.png Seite 192]] (s. κίρνημι), mischen, [[ποτόν]], sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0192.png Seite 192]] (s. κίρνημι), mischen, [[ποτόν]], sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνακίρναμαι''': ἀποθ. ἀναμιγνύω, ἀνακίρναται [[ποτὸν]] Σοφ. Ἀποσπ. 239: μεταφ. φιλίας... ἀνακίρνασθαι, ἀναμιγνύειν τὸν κρατῆρα τῆς φιλίας, Λατ. jengere amicitias, Εὐρ. Ἱππ. 254, ἴδε Πόρσ. Μήδ. 138· πρβλ. [[νεοκράς]]. ΙΙ. ὡς παθ., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος, συγκιρνώμενος, μετριαζόμενος…, Πλάτ. Ἀξ. 371D: - ἐνεργ. [[τύπος]] ἀνακίρνησιν ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 1.184.
}}
}}

Revision as of 09:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακίρνᾰμαι Medium diacritics: ἀνακίρναμαι Low diacritics: ανακίρναμαι Capitals: ΑΝΑΚΙΡΝΑΜΑΙ
Transliteration A: anakírnamai Transliteration B: anakirnamai Transliteration C: anakirnamai Beta Code: a)naki/rnamai

English (LSJ)

   A mix, ἀνακίρναται ποτόν S.Fr.255.8: metaph., φιλίας . . ἀνακίρνασθαι mix the bowl of friendship, E.Hipp.254.    II as Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος tempered by... Pl. Ax.371d: mingle with, Iamb. in Nic.p.73 P.:—Act., ἀνακίρνησιν Ph.1.284, part. -κιρνάς 1.153:—Pass., ἀνακιρνᾶται Id.Fr.74 H. (s. v. l.), cf. Alex. Trall.1.13.

German (Pape)

[Seite 192] (s. κίρνημι), mischen, ποτόν, sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακίρναμαι: ἀποθ. ἀναμιγνύω, ἀνακίρναται ποτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 239: μεταφ. φιλίας... ἀνακίρνασθαι, ἀναμιγνύειν τὸν κρατῆρα τῆς φιλίας, Λατ. jengere amicitias, Εὐρ. Ἱππ. 254, ἴδε Πόρσ. Μήδ. 138· πρβλ. νεοκράς. ΙΙ. ὡς παθ., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος, συγκιρνώμενος, μετριαζόμενος…, Πλάτ. Ἀξ. 371D: - ἐνεργ. τύπος ἀνακίρνησιν ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 1.184.