νεοκράς

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκράς Medium diacritics: νεοκράς Low diacritics: νεοκράς Capitals: ΝΕΟΚΡΑΣ
Transliteration A: neokrás Transliteration B: neokras Transliteration C: neokras Beta Code: neokra/s

English (LSJ)

ᾶτος, ὁ, ἡ, (κεράννυμι)
A newly mixed, σπονδαί A.Fr.323: ν. (sc. οἶνος), ὁ, Eratosth. ap. Ath. 11.482b; ν. τις ποιείτω Pl.Com.69.8.
II metaph., newly made, νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν A.Ch.344 (anap.).

German (Pape)

[Seite 242] ᾶτος, = Folgdm; νεοκρᾶτας σπονδάς, Aesch. frg. 335; auch νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν, Ch. 340, den neu vereinigten, gewonnenen, Schol. τὸν νεωστὶ συγκραθέντα ἡμῖν; im eigentlichen Sinne vom Wein, νεοκρᾶτά τις ποιείτω, Plat. com. bei Ath. XV, 665 c, vgl. XI, 482 b u. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ᾶτος (ὁ, ἡ)
récemment mêlé ou uni, d'un commerce récent (ami).
Étymologie: νέος, κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

νεοκράς: ᾶτος (ᾱ) adj.
1 недавно смешанный, т. е. только что приготовленный (σπονδαί Aesch.);
2 вновь присоединившийся, новый (φίλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοκράς: ᾶτος, ὁ, ἡ, (κεράννυμι) ὁ νεωστὶ κεκερασμένος, σπονδαὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 336· - ὁ νεοκρὰς (ἐξυπ. κρητὴρ) ποτὸν κατ’ ἰδιάζοντα τρόπον συγκεκερασμένον, ὅπερ ἐπίνετο μετὰ τὴν συνομολόγησιν συνθηκῶν καὶ κατὰ τὰς ἐπικηδείους εὐωχίας, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 482Β· νεοκρᾶτά τις ποιείτω Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσι» 1. 8, πρβλ Πλούτ. 2. 677C. II. μεταφορ., ὁ νεωστὶ γενόμενος, νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν, «Ὀρέστην τὸν νεωστὶ συγκρατηθέντα ἡμῖν» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 344· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 138.

Greek Monolingual

νεοκράς, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που αναμίχθηκε μόλις πριν από λίγο («νεοκρᾱτες σπονδαί», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα ή αυτός που απαιτήθηκε πρόσφατα («νεοκρᾱτα φίλον κομίσειεν», Αισχύλ.)
3. το αρσ. ως ουσ.νεοκράς
είδος κρασιού παρασκευασμένου με ειδικό τρόπο το οποίο έπιναν μετά τη συνομολόγηση συνθηκών και σε επικήδειες τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κράς (< θ. κρᾱ- του κεράννυμι, πρβλ. κράσις, ἄκρατος), πρβλ. ευκράς.

Greek Monotonic

νεοκράς: -ᾶτος, ὁ, ἡ (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμειχθεί πρόσφατα· μεταφ., αυτός που φτιάχτηκε πριν λίγο· νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεο-κράς, ᾶτος, ὁ, ἡ, κεράννυμι
newly mixed: metaph. newly made, νεοκρᾶτα φίλον Aesch.