συγκαταφέρω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] (s. [[φέρω]]), mit, zugleich, zusammen heruntertragen, pass. zusammen herunterkommen, sich vereinigen, beistimmen, τινί, z. B. τῇ δόξῃ [[περί]] τινος, Pol. 10, 5, 9; συγκατηνέχθησαν ἐπὶ τὸ γράφειν [[δόγμα]] τοιοῦτον, 33, 16, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] (s. [[φέρω]]), mit, zugleich, zusammen heruntertragen, pass. zusammen herunterkommen, sich vereinigen, beistimmen, τινί, z. B. τῇ δόξῃ [[περί]] τινος, Pol. 10, 5, 9; συγκατηνέχθησαν ἐπὶ τὸ γράφειν [[δόγμα]] τοιοῦτον, 33, 16, 11.
}}
{{ls
|lstext='''συγκαταφέρω''': [[φέρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὁμοῦ]], τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκατέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, [[καταπίπτω]] ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ [[περί]] τινος, συνενοῦμαι, [[συμβαδίζω]], συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.
}}
}}

Revision as of 09:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφέρω Medium diacritics: συγκαταφέρω Low diacritics: συγκαταφέρω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΕΡΩ
Transliteration A: synkataphérō Transliteration B: synkatapherō Transliteration C: sygkatafero Beta Code: sugkatafe/rw

English (LSJ)

   A carry down with other things, Id.2.994d: —Pass., to be carried down together, Arist.Pr.931b21, Mete.357a17, LXX Is.30.30, Hld.8.16; σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς sink down with . ., D.S.16.12; of arteries, etc., take the same course as, c. dat., Gal.2.376, 18(1).653; σ. δόξῃ περί τινος to be carried away by an opinion, Plb.10.5.9, cf. 33.18.11.

German (Pape)

[Seite 966] (s. φέρω), mit, zugleich, zusammen heruntertragen, pass. zusammen herunterkommen, sich vereinigen, beistimmen, τινί, z. B. τῇ δόξῃ περί τινος, Pol. 10, 5, 9; συγκατηνέχθησαν ἐπὶ τὸ γράφειν δόγμα τοιοῦτον, 33, 16, 11.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφέρω: φέρω πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, συγκατέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, καταπίπτω ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ περί τινος, συνενοῦμαι, συμβαδίζω, συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.