δυσαπιστέω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(b)
 
(6_5)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] ein [[δυσάπιστος]] sein, B. A. 1285.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] ein [[δυσάπιστος]] sein, B. A. 1285.
}}
{{ls
|lstext='''δυσαπιστέω''': δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως [[πιστεύω]] παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).