θυία: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(CSV import)
 
(6_9)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=qui/a
|Beta Code=qui/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">odorous cedar, Juniperus foetidissima</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>, <span class="bibl">4.1.3</span>; or θύεια, ib.<span class="bibl">3.4.2</span>,<span class="bibl">6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[θύον]] <span class="bibl">1</span> (q. v.), Dsc.1.26. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> v. [[θυεία]].</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">odorous cedar, Juniperus foetidissima</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>, <span class="bibl">4.1.3</span>; or θύεια, ib.<span class="bibl">3.4.2</span>,<span class="bibl">6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[θύον]] <span class="bibl">1</span> (q. v.), Dsc.1.26. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> v. [[θυεία]].</span>
}}
{{ls
|lstext='''θυία''': ἢ βέλτιον θύα, ἡ, [[δένδρον]] τι τῆς Ἀφρικῆς εὐῶδες, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον πολυτελῆ [[ἔπιπλα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7, Πλίν. Η. Ν. 13. 30 (ἐν οἷς χωρίοις καλεῖται καὶ [[θύον]], ὃ ἴδε), Διόδ. 5. 46. Τὸ [[ξύλον]] [[ὅλως]] ἀσαπές, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ καὶ ἦτο ποικίλον, Στράβ. 202, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ ἀλλ’ εἶχεν [[ἐνίοτε]] κηλῖδας, Διοσκ. 1. 25∙ [[ξύλον]] θύϊον, ἀναφέρεται ὡς βαρύτιμον, Ἀποκάλ. ιη΄, 12. Ἦτο πιθανῶς εἶδός τι ἀρκεύθου ἢ arbor vitae. Οἱ Λατῖνοι μετέφραζον αὐτὸ διὰ τοῦ citrus, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν αὐτὸ πρὸς τὴν κιτρέαν, ἴδε Πλίν. Η. Ν. 13. 6. 2) [[εἶδος]] δένδρου φυομένου ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ὀρέων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 4. 1, 2, κτλ.
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυία Medium diacritics: θυία Low diacritics: θυία Capitals: ΘΥΙΑ
Transliteration A: thyía Transliteration B: thuia Transliteration C: thyia Beta Code: qui/a

English (LSJ)

ἡ,

   A odorous cedar, Juniperus foetidissima, Thphr.HP1.9.3, 4.1.3; or θύεια, ib.3.4.2,6.    II = θύον 1 (q. v.), Dsc.1.26.    III v. θυεία.

Greek (Liddell-Scott)

θυία: ἢ βέλτιον θύα, ἡ, δένδρον τι τῆς Ἀφρικῆς εὐῶδες, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον πολυτελῆ ἔπιπλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7, Πλίν. Η. Ν. 13. 30 (ἐν οἷς χωρίοις καλεῖται καὶ θύον, ὃ ἴδε), Διόδ. 5. 46. Τὸ ξύλον ὅλως ἀσαπές, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ καὶ ἦτο ποικίλον, Στράβ. 202, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ ἀλλ’ εἶχεν ἐνίοτε κηλῖδας, Διοσκ. 1. 25∙ ξύλον θύϊον, ἀναφέρεται ὡς βαρύτιμον, Ἀποκάλ. ιη΄, 12. Ἦτο πιθανῶς εἶδός τι ἀρκεύθου ἢ arbor vitae. Οἱ Λατῖνοι μετέφραζον αὐτὸ διὰ τοῦ citrus, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν αὐτὸ πρὸς τὴν κιτρέαν, ἴδε Πλίν. Η. Ν. 13. 6. 2) εἶδος δένδρου φυομένου ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ὀρέων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 4. 1, 2, κτλ.