ἀνασχετός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] p. [[ἀνσχετός]], was auszuhalten ist, erträglich, ἔργα Od. 2, 63; [[ὕβρις]] Her. 7, 163; πτώματα, θρέμματα, Aesch. Prom. 921 Spt. 164; Soph. Phil. 975; Thuc. 1, 48. 2, 21 und sonst, meist mit der Negation; οὐκ ἀνασχετὰ δρᾶν; vgl. Ar. Pax 1145.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] p. [[ἀνσχετός]], was auszuhalten ist, erträglich, ἔργα Od. 2, 63; [[ὕβρις]] Her. 7, 163; πτώματα, θρέμματα, Aesch. Prom. 921 Spt. 164; Soph. Phil. 975; Thuc. 1, 48. 2, 21 und sonst, meist mit der Negation; οὐκ ἀνασχετὰ δρᾶν; vgl. Ar. Pax 1145.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνασχετός''': Ἐπ. [[ἀνσχετός]], όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα [[τετεύχαται]], Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.
}}
}}

Revision as of 09:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχετός Medium diacritics: ἀνασχετός Low diacritics: ανασχετός Capitals: ΑΝΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: anaschetós Transliteration B: anaschetos Transliteration C: anaschetos Beta Code: a)nasxeto/s

English (LSJ)

Ep. ἀνσχετός, όν,

   A endurable, Thgn.119: mostly with negat., ου' γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.2.63; πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀ. A.Pr.919; φρέμματ' ούκ ἀ. Id.Th.182; so with a question expecting a negative answer, S Ph. 987: οὐκ ἀ. [ἐστι], c. acc. et inf., Hdt.1.207, cf. 3.81,8.142; ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. S. Tr.721, cf. OC1652; οὐκ ἀ. ποιεῖσθαί τι Hdt. 7.163: abs., οὐκέτι ἀ. ἐποιοῦντο Th.1.118.

German (Pape)

[Seite 210] p. ἀνσχετός, was auszuhalten ist, erträglich, ἔργα Od. 2, 63; ὕβρις Her. 7, 163; πτώματα, θρέμματα, Aesch. Prom. 921 Spt. 164; Soph. Phil. 975; Thuc. 1, 48. 2, 21 und sonst, meist mit der Negation; οὐκ ἀνασχετὰ δρᾶν; vgl. Ar. Pax 1145.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχετός: Ἐπ. ἀνσχετός, όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, ἀνεκτός, ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.