διαρκής: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(13_4) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] ές, hinreichend; [[χώρα]], Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ [[σῖτος]], 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; [[πρός]] τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen. Mem. 2, 8, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] ές, hinreichend; [[χώρα]], Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ [[σῖτος]], 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; [[πρός]] τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen. Mem. 2, 8, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], sufficiens, [[χώρα]] Θουκ. 1. 15· [[τροφή]] Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) [[συνεχής]], [[μόνιμος]], διαρκὴς (χρονικ.), durans, [[ὠφέλεια]] Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr.CP1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc. 2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. -κῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; δ. ἔχειν τι to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν in complete competence, X.Mem.2.8.6.
German (Pape)
[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.