ἔκχυτος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] ausgegossen, ausgebreitet; [[κόμη]], das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); [[γέλως]], ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] ausgegossen, ausgebreitet; [[κόμη]], das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); [[γέλως]], ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).
}}
{{ls
|lstext='''ἔκχῠτος''': -ον, ([[ἐκχέω]]) [[χυτός]], «χυμένος», ἔκχυτον [[εὐχαίτης]] κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, [[ἔκχυτος]] ὕπνῳ κεῖτο [[αὐτόθι]] 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, [[σφοδρός]], [[ἀθρόος]], Λατ. effusus, [[ἔκχυτος]] [[γέλως]], «[[καγχασμός]]», Σουΐδ. ἐν λέξει [[καγχάζω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι [[ἔδεσμα]], ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ [[ἴσως]] [[ἀναγνωστέον]] ἔγχυτον.
}}
}}

Revision as of 09:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκχῠτος Medium diacritics: ἔκχυτος Low diacritics: έκχυτος Capitals: ΕΚΧΥΤΟΣ
Transliteration A: ékchytos Transliteration B: ekchytos Transliteration C: ekchytos Beta Code: e)/kxutos

English (LSJ)

ον, (ἐκχέω)

   A poured forth, unconfined, κόμη AP9.669.8 (Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.).    2 immoderate, γέλως Suid. s.v. καγχασμός.    II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.

German (Pape)

[Seite 788] ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); γέλως, ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχῠτος: -ον, (ἐκχέω) χυτός, «χυμένος», ἔκχυτον εὐχαίτης κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο αὐτόθι 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, σφοδρός, ἀθρόος, Λατ. effusus, ἔκχυτος γέλως, «καγχασμός», Σουΐδ. ἐν λέξει καγχάζω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι ἔδεσμα, ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον ἔγχυτον.