κατασκευαστός: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατασκευαστός''': -ή, -όν, κατεσκευασμένος, [[τεχνητός]], μηδεμία ἔστω εἰκὼν [[μήτε]] γραπτή, [[μήτε]] πλαστή, [[μήτε]] κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «[[ἔριον]] τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, [[ὑπόβλητος]], ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. [[αὐτόμολος]] Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας [[ταῦτα]] [[αὐτόμολος]]·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ [[μετὰ]] τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», [[εἶδος]] τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.
}}
}}

Revision as of 09:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστός Medium diacritics: κατασκευαστός Low diacritics: κατασκευαστός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataskeuastós Transliteration B: kataskeuastos Transliteration C: kataskevastos Beta Code: kataskeuasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, opp. αὐτοφυής, τὸ κ. D.H.Is.11; ἡ κατασκευαστὴ δόξα, opp. ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια, Id.1.76; εἰκὼν κ. Plu.2.210d. Adv. -τῶς under artificial conditions, TheonIntr.ad Euc.Opt.p.146 H.    2 suborned, ἄνδρες Arist.Oec.1348a7.

German (Pape)

[Seite 1378] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος, τεχνητός, μηδεμία ἔστω εἰκὼν μήτε γραπτή, μήτε πλαστή, μήτε κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «ἔριον τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, ὑπόβλητος, ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. αὐτόμολος Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας ταῦτα αὐτόμολος·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ μετὰ τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», εἶδος τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.