ἀνθρακευτός: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(b) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνθρᾰκευτός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ [[φλογιστός]], τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.
German (Pape)
[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.