τανυήκης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(13_2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1067.png Seite 1067]] ες, wie [[ταναήκης]], mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1067.png Seite 1067]] ες, wie [[ταναήκης]], mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.
}}
{{ls
|lstext='''τᾰνυήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ [[ταναήκης]], ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν [[ἀκήν]], ὁ κατὰ [[μῆκος]] ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, [[μακρός]], αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.
}}
}}

Revision as of 09:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυήκης Medium diacritics: τανυήκης Low diacritics: τανυήκης Capitals: ΤΑΝΥΗΚΗΣ
Transliteration A: tanyḗkēs Transliteration B: tanyēkēs Transliteration C: tanyikis Beta Code: tanuh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή)

   A = ταναήκης, with long point or edge, ἄορ Il.14.385, Od.10.439, al.    II tapering, ὄζοι Il.16.768.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυήκης: -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ ταναήκης, ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν ἀκήν, ὁ κατὰ μῆκος ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, μακρός, αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.