σφυγμός: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(13_4) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] ὁ, bei den ältesten Aerzten der heftige, gewaltsame Puls bei Entzündungen, sonst [[παλμός]]; dann übh. der Puls, auch im natürlichen Zustande; Wallung im Blute, Herzklopfen; übertr., heftige Begierde, Sp., wie Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] ὁ, bei den ältesten Aerzten der heftige, gewaltsame Puls bei Entzündungen, sonst [[παλμός]]; dann übh. der Puls, auch im natürlichen Zustande; Wallung im Blute, Herzklopfen; übertr., heftige Begierde, Sp., wie Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφυγμός''': ὁ, παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις τῶν Ἰατρικῶν συγγραφέων, ὁ τιναγμὸς τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος, ἄλλως [[παλμός]], Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. [[σφύζω]]· - ἀκολούθως, 2) τὸ τακτικὸν [[κτύπημα]] τῆς καρδίας, καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ ἀρτηρίας ἢ φλεβός, [[παλμός]], Ἀριστ. π. Πνεύμ. 4, 1, π. Ἀναπν. 20, 1, κ. ἀλλ. 3) [[παλμός]], [[σεισμός]] τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 12, Πλουτ. Ἀλέξ 35. 4) μεταφορ., πᾶσα σφοδρὰ [[συγκίνησις]], Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφυγμός]]· [[φλεγμονή]], [[κυρίως]] δὲ ὁ παλμὸς τῶν ἀρτηριῶν». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A throbbing of inflamed parts, Hp.Aph.7.21, Plu.2.581f. 2 beating of the heart, and, generally, of an artery or vein, pulsation, Hp.Loc.Hom.3, al., Arist.Spir.482b15, Resp.479b19, al., Gal.6.149, 8.453-765; τῶν σ. ἅψασθαι Id.19.207: metaph. of a vibration of the earth, οἷον σ. Arist.Mete.366b15, cf. Plu.Alex.35. 3 metaph., οἷον ἐν σ. γενομένης τῆς ψυχῆς Id.Cor.21; unhealthy excitement, Diog.Oen.57: pl., Plu.2.565d.
German (Pape)
[Seite 1052] ὁ, bei den ältesten Aerzten der heftige, gewaltsame Puls bei Entzündungen, sonst παλμός; dann übh. der Puls, auch im natürlichen Zustande; Wallung im Blute, Herzklopfen; übertr., heftige Begierde, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σφυγμός: ὁ, παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις τῶν Ἰατρικῶν συγγραφέων, ὁ τιναγμὸς τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος, ἄλλως παλμός, Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. σφύζω· - ἀκολούθως, 2) τὸ τακτικὸν κτύπημα τῆς καρδίας, καὶ καθόλου, ἐπὶ ἀρτηρίας ἢ φλεβός, παλμός, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 4, 1, π. Ἀναπν. 20, 1, κ. ἀλλ. 3) παλμός, σεισμός τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 12, Πλουτ. Ἀλέξ 35. 4) μεταφορ., πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφυγμός· φλεγμονή, κυρίως δὲ ὁ παλμὸς τῶν ἀρτηριῶν».