ἀσηρός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] (ἄση), ekelhaft, Hippocr. auch lästig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] (ἄση), ekelhaft, Hippocr. auch lästig.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσηρός''': -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, [[ἀηδής]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσηρός Medium diacritics: ἀσηρός Low diacritics: ασηρός Capitals: ΑΣΗΡΟΣ
Transliteration A: asērós Transliteration B: asēros Transliteration C: asiros Beta Code: a)shro/s

English (LSJ)

[ᾰ], όν, (ἄση)

   A causing discomfort, Hp.Fract.22,33, Plu.2.713a. Adv. -ρῶς Poll.3.99.    2 feeling disgust, disdainful, Sapph. 77 (Comp.): Medic., feeling discomfort, Ruf. ap. Orib.45.30.22.

German (Pape)

[Seite 369] (ἄση), ekelhaft, Hippocr. auch lästig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσηρός: -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, ἀηδής, Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» Πολυδ. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.