διαφύσσω: Difference between revisions
From LSJ
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0612.png Seite 612]] ί[[ἀφύσσω]]), <b class="b2">herausschöpfen</b>; [[οἶνον]] διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 <b class="b2">διήφυσεν</b>· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0612.png Seite 612]] ί[[ἀφύσσω]]), <b class="b2">herausschöpfen</b>; [[οἶνον]] διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 <b class="b2">διήφυσεν</b>· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαφύσσω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, [[οἶνον]] διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. -ήφῠσα,
A draw continually, οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16.110. II draw away, tear away, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι 19.450; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.508. III draw out, χίμετλα Nic.Th.682.
German (Pape)
[Seite 612] ίἀφύσσω), herausschöpfen; οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 διήφυσεν· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507.
Greek (Liddell-Scott)
διαφύσσω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, οἶνον διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315.