περιεργία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0575.png Seite 575]] ἡ, Sorgfalt, Fleiß, bes. übertriebene Sorgfalt, Kleinlichkeit, Aengstlichkeit od. Weitschweifigkeit im Thun und Sprechen, auch Beschäftigung mit Dingen, die Einen Nichts angehen, Neugier; Plat. Sis. 387 d; [[ἄκαιρος]], Luc. Asin. 15; V. A. 1, 5; περιεργίαν καὶ καλλωπισμὸν καὶ τρυφὴν ἐμφαίνει, Plut. Symp. 6, 7, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0575.png Seite 575]] ἡ, Sorgfalt, Fleiß, bes. übertriebene Sorgfalt, Kleinlichkeit, Aengstlichkeit od. Weitschweifigkeit im Thun und Sprechen, auch Beschäftigung mit Dingen, die Einen Nichts angehen, Neugier; Plat. Sis. 387 d; [[ἄκαιρος]], Luc. Asin. 15; V. A. 1, 5; περιεργίαν καὶ καλλωπισμὸν καὶ τρυφὴν ἐμφαίνει, Plut. Symp. 6, 7, u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''περιεργία''': ἡ, ὑπερβολικὴ [[ἀκρίβεια]] εἰς τὸ ποιεῖν τι, γράφειν τι, κτλ., Λατ. curiositas, Ἱππ. 22. 22, Πλάτ. Σίσυφ. 387D, Πλούτ. 2. 516Α· ὑπὸ περιεργίας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4· πεμμάτων περιεργίαι, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐπιμελὴς καὶ [[ἰδιότροπος]] κατασκευὴ πλακούντων, Θεοφρ. Χαρ. 13, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 5. ΙΙΙ. περίεργα τεχνάσματα, [[θαυματοποιία]], Ἐπιφάν. 24. 2, κ. ἀλλ. - Περὶ τοῦ πλημμελῶς ἔχοντος τύπου περιέργεια καὶ ἄλλων ὁμοίων ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 398 κἑξ., Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 239.
}}
}}

Revision as of 09:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεργία Medium diacritics: περιεργία Low diacritics: περιεργία Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΙΑ
Transliteration A: periergía Transliteration B: periergia Transliteration C: periergia Beta Code: periergi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A futility, needless questioning, Pl.Sis.387d; curiosity, Plu.2.516a.    2 over-elaboration, Men.Rh.p.342 S.; πεμμάτων περιεργίαι curiosities of cakes, Luc.Nigr.33.    3 useless learning, Hp.Decent.1.    II intermeddling with other folk's affairs, officiousness, Thphr.Char.13, Luc.VH1.5, Lib.Or.2.53; ὑπὸ περιεργίας Luc. D Deor.7.4.    III jugglery, Simp. in Cael.536.1.

German (Pape)

[Seite 575] ἡ, Sorgfalt, Fleiß, bes. übertriebene Sorgfalt, Kleinlichkeit, Aengstlichkeit od. Weitschweifigkeit im Thun und Sprechen, auch Beschäftigung mit Dingen, die Einen Nichts angehen, Neugier; Plat. Sis. 387 d; ἄκαιρος, Luc. Asin. 15; V. A. 1, 5; περιεργίαν καὶ καλλωπισμὸν καὶ τρυφὴν ἐμφαίνει, Plut. Symp. 6, 7, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργία: ἡ, ὑπερβολικὴ ἀκρίβεια εἰς τὸ ποιεῖν τι, γράφειν τι, κτλ., Λατ. curiositas, Ἱππ. 22. 22, Πλάτ. Σίσυφ. 387D, Πλούτ. 2. 516Α· ὑπὸ περιεργίας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4· πεμμάτων περιεργίαι, ὑπὲρ τὸ δέον ἐπιμελὴς καὶ ἰδιότροπος κατασκευὴ πλακούντων, Θεοφρ. Χαρ. 13, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 5. ΙΙΙ. περίεργα τεχνάσματα, θαυματοποιία, Ἐπιφάν. 24. 2, κ. ἀλλ. - Περὶ τοῦ πλημμελῶς ἔχοντος τύπου περιέργεια καὶ ἄλλων ὁμοίων ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 398 κἑξ., Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 239.