εὐρυκόωσα: Difference between revisions
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, [[κοέω]] = [[ἀκούω]]. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, [[κοέω]] = [[ἀκούω]]. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐρυκόωσα''': (κοάω = [[κοέω]]) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν [[ἕνεκα]] τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυκόωσα]]· εὐρυνόμος. ἢ [[πολυάστερος]] νύξ. ἢ [[μεγάλη]]. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς [[μακρόθεν]] ἀκουστῆς, «[[εὐρυκόωσα]]· ἡ μέγα [[χάσμα]] ἔχουσα... ἡ [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]]· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους [[εὐρυκόωσα]] Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:02, 5 August 2017
English (LSJ)
(κοάω,
A = κοέω) epith. of night, variously expld. by Hsch. (-κόωσα perh. = -μέδουσα). 2 of the sea-god dess Ceto, Euph.112.
German (Pape)
[Seite 1095] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, κοέω = ἀκούω. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυκόωσα: (κοάω = κοέω) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν ἕνεκα τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυκόωσα· εὐρυνόμος. ἢ πολυάστερος νύξ. ἢ μεγάλη. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς μακρόθεν ἀκουστῆς, «εὐρυκόωσα· ἡ μέγα χάσμα ἔχουσα... ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους εὐρυκόωσα Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.