περιπρό: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(c1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιπρό''': Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «[[πάνυ]] γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, [[ἐπιπρό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:03, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A very, especially, Il.11.180, Call.Jov.86.
German (Pape)
[Seite 589] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.
Greek (Liddell-Scott)
περιπρό: Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «πάνυ γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, ἐπιπρό.