ἐπιπρό

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρό Medium diacritics: ἐπιπρό Low diacritics: επιπρό Capitals: ΕΠΙΠΡΟ
Transliteration A: epipró Transliteration B: epipro Transliteration C: epipro Beta Code: e)pipro/

English (LSJ)

Adv. right through, onwards, A.R.2.133, D.P.276.

German (Pape)

[Seite 973] vorwärts, Ap. Rh. 2, 133 u. öfter; D Per. 276; Schol. Ap. Rh. 1, 983 er Kl. ἔμπροσθει oder διόλου, durchaus.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρό: Ἐπίρρ., εἰς τὰ ἐμπρός, οὐ μὲν ἐπιπρὸ «εἰς τοὔμπροσθεν... ἢ διόλου» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 982, Διον. Π. 276.

Greek Monolingual

ἐπιπρὸ (Α) προ
επίρρ. προς τα εμπρός («ἐπιπρὸ δὲ λιγνυόεντι καπνῷ τυφόμεναι πέτρης ἑκάς», Απολλ. Ρόδ.).