ἐπιπρό
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
Adv. right through, onwards, A.R.2.133, D.P.276.
German (Pape)
[Seite 973] vorwärts, Ap. Rh. 2, 133 u. öfter; D Per. 276; Schol. Ap. Rh. 1, 983 er Kl. ἔμπροσθει oder διόλου, durchaus.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρό: Ἐπίρρ., εἰς τὰ ἐμπρός, οὐ μὲν ἐπιπρὸ «εἰς τοὔμπροσθεν... ἢ διόλου» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 982, Διον. Π. 276.
Greek Monolingual
ἐπιπρὸ (Α) προ
επίρρ. προς τα εμπρός («ἐπιπρὸ δὲ λιγνυόεντι καπνῷ τυφόμεναι πέτρης ἑκάς», Απολλ. Ρόδ.).