φαρμακευτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(13_3)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] zum [[φαρμακευτής]] gehörig, von ihm kommend; [[κάθαρσις]] Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. [[τέχνη]], die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] zum [[φαρμακευτής]] gehörig, von ihm kommend; [[κάθαρσις]] Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. [[τέχνη]], die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, [[ἰατρικός]], Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[φαρμακεία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκευτικός Medium diacritics: φαρμακευτικός Low diacritics: φαρμακευτικός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pharmakeutikós Transliteration B: pharmakeutikos Transliteration C: farmakeftikos Beta Code: farmakeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or by means of drugs or pharmacy, κάθαρσις Pl.Ti.89b: ἡ -κή (sc. τέχνη), = φαρμακεία, opp. surgery. Gal.15.425, D.L. 3.85; φ. ἰατρός one who prescribes drugs, Gal.Thras.24.

German (Pape)

[Seite 1256] zum φαρμακευτής gehörig, von ihm kommend; κάθαρσις Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. τέχνη, die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, ἰατρικός, Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = φαρμακεία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.