ἐπιμύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
(13_3)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] zur Mühle gehörig, [[ᾆσμα]] Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. [[ἱμαῖος]]; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] zur Mühle gehörig, [[ᾆσμα]] Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. [[ἱμαῖος]]; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιμύλιος''': ῠ, ον, ([[μύλη]]) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω [[λίθος]] τοῦ μύλου, ἡ [[ἐπάνω]] μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ [[ἄλεσμα]] παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμῠλιος Medium diacritics: ἐπιμύλιος Low diacritics: επιμύλιος Capitals: ΕΠΙΜΥΛΙΟΣ
Transliteration A: epimýlios Transliteration B: epimylios Transliteration C: epimylios Beta Code: e)pimu/lios

English (LSJ)

ον,

   A at or in the mill, epith. of Artemis, S.E.M.9.185.    2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.).    II. as Subst.,    1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6.    2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.

German (Pape)

[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.