ὁρκωμοτέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0379.png Seite 379]] einen Eid schwören, τινά, bei einem Gotte, Aesch. Spt. 46, τινί, Eum. 734; θεούς, Soph. Ant. 264; Eur. Suppl. 1189; u. in sp. Prosa, wie Luc. Tox. 50; κατὰ σφαγίων, Plut. Pyrrh. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0379.png Seite 379]] einen Eid schwören, τινά, bei einem Gotte, Aesch. Spt. 46, τινί, Eum. 734; θεούς, Soph. Ant. 264; Eur. Suppl. 1189; u. in sp. Prosa, wie Luc. Tox. 50; κατὰ σφαγίων, Plut. Pyrrh. 6.
}}
{{ls
|lstext='''ὁρκωμοτέω''': ([[ὄμνυμι]]) ὁρκίζομαι, ὀμνύω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 70· τινι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 764· πάσης [[ὑπὲρ]] γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1190· ἐπί τινι Λουκ. Τόξ. 50· κατὰ σφαγίων Πλουτ. Πύρρ. 6· ― ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἀορ., [[ἦμεν]] δὲ ἔτοιμοι... καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν τὸ μὴ δρᾶσαι, καὶ εἰς τοὺς θεοὺς νὰ ὁρκισθῶμεν ὅτι δὲν ἐπράξαμεν, Σοφ. Ἀντ. 265· ἑπομένου ἀπαρεμφ. μέλλ., Ἄρη... ὡρκωμότησαν... λαπάξει ἄστυ, ὤμοσαν εἰς τὸν Ἄρην ὅτι [[ἤθελον]]..., Αἰσχύλ. Θήβ. 48.
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκωμοτέω Medium diacritics: ὁρκωμοτέω Low diacritics: ορκωμοτέω Capitals: ΟΡΚΩΜΟΤΕΩ
Transliteration A: horkōmotéō Transliteration B: horkōmoteō Transliteration C: orkomoteo Beta Code: o(rkwmote/w

English (LSJ)

   A take an oath, Ar.Fr.96 ; τινι to one, A.Eu.764 ; πάσης ὑπὲρ γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτῶν E.Supp.1190 ; ἐπί τινι Luc.Tox.50 ; κατὰ σφαγίων Plu.Pyrrh.6 : folld. by aor. inf., θεοὺς ὁ. τὸ μήτε δρᾶσαι . . swear by the gods that they did it not, S.Ant.265: by fut. inf., Ἄρη . . ὡρκωμότησαν . . λαπάξειν ἄστυ made oath by Ares that they would... A. Th.46.

German (Pape)

[Seite 379] einen Eid schwören, τινά, bei einem Gotte, Aesch. Spt. 46, τινί, Eum. 734; θεούς, Soph. Ant. 264; Eur. Suppl. 1189; u. in sp. Prosa, wie Luc. Tox. 50; κατὰ σφαγίων, Plut. Pyrrh. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκωμοτέω: (ὄμνυμι) ὁρκίζομαι, ὀμνύω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 70· τινι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 764· πάσης ὑπὲρ γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1190· ἐπί τινι Λουκ. Τόξ. 50· κατὰ σφαγίων Πλουτ. Πύρρ. 6· ― ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἀορ., ἦμεν δὲ ἔτοιμοι... καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν τὸ μὴ δρᾶσαι, καὶ εἰς τοὺς θεοὺς νὰ ὁρκισθῶμεν ὅτι δὲν ἐπράξαμεν, Σοφ. Ἀντ. 265· ἑπομένου ἀπαρεμφ. μέλλ., Ἄρη... ὡρκωμότησαν... λαπάξει ἄστυ, ὤμοσαν εἰς τὸν Ἄρην ὅτι ἤθελον..., Αἰσχύλ. Θήβ. 48.